- γαλαρίας
- γαλαρίας, ο (Α)το ψάρι ονίσκος*, μπακαλιάρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλλαρίας*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλαρίας — γαλαρίᾱς , γαλαρίας masc acc pl γαλαρίᾱς , γαλαρίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαρία — γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc nom/voc/acc dual γαλαρίας masc voc sg γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc voc sg (attic) γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc gen sg (doric aeolic) γαλαρίας masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαρίαν — γαλαρίᾱν , γαλαρίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) γαλαρίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)